- αὐτογενοῦς
- αὐτογενήςself-producedmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξυγονοκόλληση — Είδος αυτογενούς συγκόλλησης, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυακετυλενικής φλόγας. Η φλόγα αυτή παρέχεται από καμινευτήρα αυλό και οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι η θερμότητα που χρειάζεται παρέχεται με καύση ακετυλένιου σε… … Dictionary of Greek
επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα … Dictionary of Greek